φθείρει

φθείρει
φθείρω
destroy
aor subj act 3rd sg (epic)
φθείρω
destroy
pres ind mp 2nd sg
φθείρω
destroy
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • овод — род. п. а, укр. овад, блр. овад, др. русск. оводъ (Нестор, Жит. Феодос.; см. Соболевский, Лекции 81), русск. цслав. овадъ, обадъ, болг. овад (Младенов 771), сербохорв. о̏ба̑д, о̏ва̑д, словен. obàd, род. п. obada овод , чеш., слвц. оvаd овод ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • AZYMA — Hebr. Gap desc: Hebrew, cuius vocis origo non liquet. Docet tamen ex Arabismo, Bochartus, Gap desc: Hebrew proprie esse puros et sinceros panes et ab omni fermento expurgatos, quod corruptionis esse genus voluerunt multi Veteres. Hinc Hieronym. 1 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PUDUCLARE — in Monachorum Regulis, c. 81. Habere debent Fratres in hieme paraturam grossam quottidianam strammeam et tunicam aliam nocturnam, quam post nocturnum puduclent, quia in die diversis occupantur laboribus; Lucae Holstenio in suo Gloss. deponere est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφθόρος — ο αυτός που φθείρει το αίμα, φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φθόρος < φθορά < φθείρω] …   Dictionary of Greek

  • βιοφθόρος — βιοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει τη ζωή, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + φθόρος < φθείρω] …   Dictionary of Greek

  • δενδροφθόρος — α, ο αυτός που φθείρει ή καταστρέφει τα δένδρα («δενδροφθόροι μύκητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Εφημερίς τών Φιλομαθών] …   Dictionary of Greek

  • εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοφθόρος — ἑτοιμοφθόρος, ον (Α) (με ενεργ σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”